προσδιαιρεομαι

προσδιαιρεομαι
    προσδιαιρέομαι
    προσ-διαιρέομαι
    сверх того различать
    

π. καθ΄ ἡλικίας Arst. — учитывать возрастные различия


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσδιαιρεομαι" в других словарях:

  • προσδιαιρεῖν — προσδιαιρέομαι pres inf act (attic epic doric) προσδιαιρέω aortion pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαιρεῖσθαι — προσδιαιρέομαι pres inf mp (attic epic) προσδιαιρέω aortion pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαιρεῖται — προσδιαιρέομαι pres ind mp 3rd sg (attic epic) προσδιαιρέω aortion pres ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαιρουμένη — προσδιαιρέομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) προσδιαιρέω aortion pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαιρῶν — προσδιαιρέομαι pres part act masc nom sg (attic epic doric) προσδιαιρέω aortion pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»